- κεραυνωθείς
- κεραυνόωstrike with thunderboltsaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AESCULAPIUS — I. AESCULAPIUS Apollinis ex Coronide nymphâ fil. quam Ovid. dicit e Larissa fuisse, et Phlegyae filiam. l. 5. Met. Homer. in Hymn. 15. v. 1. s. Ι᾿ητῆρα νόσων Α᾿σκλήπιον ἄρχομ᾿ ἀείδειν Γ῾τὸν Α᾿πόλλωνος, τὸν ἐμὲνατο δῖκ Κορωνὶς Δωτιῳ εν πεδίῳ,… … Hofmann J. Lexicon universale
επισημασία — ἐπισημασία, ἡ (AM) [επισημαίνω] μσν. ξεχωριστή σημασία, σπουδαιότητα αρχ. 1. σημείο, ένδειξη ευαρέσκειας, έπαινος («τυχεῑν τινος ἐπισημασίας διά τὸ συμπεπολεμηκέναι», Πολ.) 2. στον πληθ. επευφημίες 3. (με κακή σημ.) σημάδι κατηγορίας… … Dictionary of Greek
ԵՐԿՆԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0696 Chronological Sequence: Unknown date ա. κεραυνωθείς, κεκεραυνώμενος fulminatus, fulmine percussus Յերկնից հարեալ շանթիւ. ըստ յն. շանթահարեալ. կայծակնահար եղեալ. որպէս ասկղեպիոս, հերակլէս, եւ այլն. *Երկնահարացն երկիր պագանեն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)